Share

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ - ΓΥΡΩ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΙΑ (Λόγος ΣΤ')



 

…Διά ταύτα, τοινύν, και ότι ου πατρόθεν τοιούτος ην,
αλλ’ αποστάτης, και ότι πάνδεινος αγροικία το ηµέτερον νυν έχει γένος,
ουκ αφανισµού µόνον χάρις, αλλά ποινής είνεκα µάλιστα,
δοθήναι πυρί πεποιήκαµεν το βιβλίον.
        ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ  (Περί του βιβλίου του Γεµιστού)

Πολλούςµεν φύσεν ανέρας θεοειδέας Ελλάς προύχοντας σοφίη, τη τε άλλη αρετή.
Αλλά Γεµιστός, όσον Φαέθων άστρων παραλλάσσει τόσoν των άλλων αµφότερον κρατέει.
      ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ (Επίγραµµα εις Γεµιστόν)

Στα κορφοβούνια είν’ η πηγή κάθε φυλής καθάριας.
       LECONTE DE LISLE (Poèmes Antiques)


Κι ασπρογάλλιαζε κι η αυγή,
και γυρνούσα στρατοκόπος,
και είδα σύναξη πυκνή·
κι έξω από τη χώρα ήταν ο τόπος
κάψαλο, και σαν απαρνητής
κάθε πράσινου τριγύρω του· πλατύς
όχτος κόκκινος, κι απάνω του
ξάναβε φωτιά, και γύρω της
ρασοφόροι, καλογέροι, χριστιανοί
τήνε θρέφαν, και το ρύθµιζε το βήµα τους
µια τροµάρα, µια ηδονή.
Κι έκαιγε η φωτιά τα µαυροχάραχτα
φύλλα και χαρτιά,
κι ήταν σαν κορµιά και σα χεράκια,
και σαν πρόσωπα, και µες απ’ τους καπνούς
µε τις φλόγες, µε τις σπίθες
κάποια πνέµατα πετούσαν προς τα ύψη,
και ζευγαρωτό το πέταµά τους
µε τους ορθρινούς κορυδαλλούς.
Και παράµερα µιαν άλλη συντροφιά
στέκονταν, κι από το στάσιµό της
δείχνεται ακατάδεχτη µια σκέψη
και µια θλίψη ευγενικιά.
Και τους γνώρισα· ήταν οι Πολύθεοι
κι οι χριστιανοµάχοι κι οι εθνικοί,
κι οι φιλόσοφοι, του ονείρου οι κυνηγοί,
στη λατρεία των αγύριστων Ελλήνων
οι γονατιστοί.
Τη φωτιά την αντικρίζανε
σαν ιερό βωµό,
σα να παραφύλαγαν τα λείψανά της
να τα συµµαζώξουνε για το ναό.

«Της φωτιάς βιγλάτορες,
η φωτιά τι καίει εδώ;»

Και µε κοίταξαν και µου είπαν: «Τρέµε,
γύφτε
, κι οι άπιστοι όλοι! Καίµετο βιβλίο τ αφορισµένο,
το κακούργο
, το γραµµένο
απ
το Γεµιστό,

το βιβλίο που δε θέλει την Παρθένο
και δεν ξέρει το Χριστό
,
και σε δόξας ανεβάζει θρόνους
και λατρεύει για θεούς
τα στοιχειά και τους δαι
µόνους
και των ψεύτικων ειδώλων τους λαούς

Στη γλυκειά και µ’ όλα τα τριαντάφυλλα
κεντισ
µένη αυγή,

και πριν ο ήλιος να χυθεί
τρίδιπλοι χυθήκανε ψαλ
µοί·
και ήταν ο ψαλ
µός των Χριστιανών,
και ήταν των Πολύθεων ο ψαλ
µός,
κι ο ψαλ
µός του Γύφτου εµένα,
τρίτος και στερνός
.


ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ
Έρµη, σκλάβα, πικρή Ρωµιοσύνη,
τη βλαστήµια τ’ αντίθεου την είδα
κατά σε πειρασµός να τη χύνει
σαν τη λέπρα και σαν την ακρίδα!
Ποιός βαστιέται µ’ αδάκρυτα µάτια
να σε ιδεί; Τι αµαρτίες πληρώνεις;
Στα χρυσά ρηγικά σου παλάτια
γνέθει η αράχνη και µύρεται ο γκιώνης.
Και στα χέρια τ’ Αντίχριστου κοίτα
του χαµού τη σαΐτα!
Έρµη, σκλάβα, πικρή Ρωµιοσύνη,
σε τρυπάει στην καρδιά και σε σβήνει.
Καρδιά, γνώµη, νους, τούτα και τ’ άλλα,
το χρυσόµυρο γυάλι ραγίστη,
κι όλα πάνε· σου µένει µια στάλα,
του Χριστού και της µάνας σου η πίστη!
Μην αφήσεις τον άθεο να πάρει
το στερνό θησαυρό σου!
Με του Υψίστου τη χάρη
στα παρµένα σου πόδια στυλώσου,
ψάξε µες στην καρδιά σου την άδεια
για µια σπίθα, το βόγγο σου πάψε,
όσα γύρω σου βρεις ξεροκλάδια
άναψε τα, φωτιά βάλε, κάψε!
Κάψε το έργο του άθεου που το'χει
Σατανάς φυσηµένο
προτού πέσει στο πλάνο του βρόχι
κι ό,τι µένει σου αγνό και παρθένο.
Έρµη, σκλάβα, πικρή Ρωµιοσύνη,
κατα σένα η βλαστήµια τινάχτη,
την κατάρα σου να’χει, ω πατρίδα!
Πριν πληγή, πριν αρρώστια να γίνει
σαν τη λέπρα και σαν την ακρίδα,
φωτιά! κάψε την, κάµε τη στάχτη.


ΟΙ ΠΟΛΥΘΕΟΙ

Μακαρισµένος εσύ που µελέτησες
να τον ορθώσεις απάνω στους ώµους σου
το συντριµµένο ναό των Ελλήνων!
Του Νόµου τ’ άγαλµα σταίνεις κορώνα του,
στις µαρµαρένιες κολώνες του σκάλισες
τους λογισµούς των Πλωτίνων.

Είδες τον κόσµο κι ατέλειωτο κι άναρχο
ψυχών και θεώναζί κύριων και υπάκουων,
σφιχτοδετά κρατηµένη αρµονία·
και των καπνών και των ίσκιων τα είδωλα
παραµερίζοντας όλα, ίσα τράβηξες
προς την Αιτία·
και σε κρυψώνα ιερό, και σωπαίνοντας
έσπειρες, έξω απ’ το µάτι του βέβηλου,
κι έπλασες λιόκαλη εσύ σπαρτιάτισσα
τη θυγατέρα σου την Πολιτεία.

Στους χριστιανούς τους µισόζωους ανάµεσα
ξαναζωντάνεψες 'Ολυµπους άγνωρους,
έθνη καινούργιων αθάνατων κι άστρων·
µέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες
απαντηθήκαν· το λόγο ξανάνιωσες
των Ζωροάστρων.

Κι αφού το τέκνο µεγάλωσες, ένιωσες
τότε µονάχα την κούραση, κι έγειρες
ζωή κατόχρονη ισόθεης σκέψης,
κι αλαφροπήρε σε ο θάνατος κι έφυγες
το µυστικό, τρισµακάριε, τον ίακχο
µε τους Ολύµπιους θεούς να χορέψεις.

Σοφός, κριτής και προφήτης µάς µοίρασες
από το γάλα που εσένα σε πότισε
της ουρανίας Αφροδίτης η ρώγα.
Του κόσµου αφήνεις το τέκνο, το θάµα σου·
µαο µισερός κι ο στραβός κι ο ζηλόφτονος
λυσσοµανάει και το ρίχνει στη φλόγα.

'Οµως ο αέρας τριγύρω στη φλόγα σου
πνοή σοφίας κι αλήθειας πνοή γίνεται,
κι από τη θράκα της φλόγας πετάχτη
στον ήλιο ολόισα ένας νους µεγαλόφτερος·
τ’ αποκαΐδια σου κρύβουµε γκόλφια µας,
και θησαυρός της φωτιάς σου είν’ η στάχτη!


Ο ΓΥΦΤΟΣ
Έλληνες χριστιανοµάχοι
και πολύθεοι, στερνολείψανα
διαλεχτά καιµετρηµένα,
και του Ναζωραίου εσείς πιστοί,
πλήθια από το ράσο οδηγηµένα,
κράχτε, φωτοκαύτε κι αφορίστε,
όλοι ειδωλολάτρες είστε!
Και κανείς σας και κανείς,
και σοφίας κι αν είναι θάµα και τιµής,
απ’ τον ήλιο της ζωής δεν τήνε παίρνει
την αχτίδα που το φως τού φέρνει.
Στου Ωκιανού µες στα κατάβαθα
ζούνε κάποια κήτη
έξω από το φέγγος τ' ουρανού·
βλέπουνε, µα δεν τους φέγγει ο ήλιος,
απ' τα ίδια τα κορµιά τους βγαίνει ο ήλιος τους
φώσφορο ειν' ο ήλιος τους αχνό,
και µιαν όρασην ονείρου τους µοιράζει
στου Ωκιανού µες στα κατάβαθα·
κι είστε σαν αυτά τα κήτη.

Ούτε τα oλύµπια νοητά
ξεφαντώµατα, ούτε των Θεών
των ωραίων τα ονόµατα
τα πατροπαραδοµένα,
ούτε και οι σταυροί του Γολγοθά,
ούτε και η Παρθένα η Αθηνά,
ούτε η Παναγιά η Παρθένα,
ούτε των αγίων τα κονίσµατα
που τα προσκυνάτε
για θαµατουργά,
ούτεµε τα πάγκαλα κορµιά
θεών αγάλµατα και ηρώων·
τίποτε· και κειν' ανώφελα,
κι αυτά!

Κι από σας κανείς δεν την ορίζει,
κι από σας κανείς δεν την κρατεί
την ακέρια Δικιοσύνη
και την ακοµµάτιαστη Αρετή·
Γιατί σέρνουν όργητες και µίση
πάντα, εσάς δεξά κι εσάς ζερβά,
και µαζί ένας τόπος εδώ κάτου
δε σας παίρνει, κι αν σας δίνανε τ' απέραντα,
θα τα γύρευε ο καθένας σας δικά του.
Άναβε φωτιές, καλόγερε,
κάψε, κάψε, στα χαµένα καις·
απ' τη στάχτη της φωτιάς σου
της Ιδέας ο χρυσαητός
τις φτερούγες του τεντώνει πιο πλατιές
προς τα ύψη, προς το φως.
Κι εσύ πλάθε και ξανάπλαθε, φιλόσοφε,
την πολύθεη τη λατρεία,
πάρε απ' τους αρχαίους τα ονόµατα,
πάρε απ' τους Χαλδαίους τα µυστήρια·
όλα σου τα πλάσµατα, του κάκου!
Και το χτίσµα σου δεν είναι παρά µνήµα,
κι ας είναι άσπρο και µεγάλο και σεµνό.
Κι ό,τι απάνω του αργοσειέται
σάµπως να είναι ζωντανό,
ο ίσκιος είναι δέντρου ή βρυκολάκου.

Μήτε η Σπάρτη, µητ' η Αθήνα, µήτε η Πόλη!
Την Αθήνα την αφιόνισε µια Εβραία
µες απ' το Γεθσηµανί.
– Που είναι η Σπάρτη: Δεν την ξέρω.Ξέρω
το Μυστρά. Κι η Πόλη η κοσµοξάκουστη
τώρα τούρκισσα κι αυτή.
Όµως µέσ' από τους θάνατους αυτούς
κι από τις σκλαβιές ετούτες όλες,
ήσυχα, απαλά κι αγάλια αγάλια,
ζωές άλλες κι άλλοι γλιτωµοί
σπέρνονται και γίνονται κι απλώνονται
από τις κορφές ώς τ' ακρογιάλια.
Κάποιο αχνάρι κι αν ξανοίξεις, ω καλόγερε,
που θυµίζει σου το διάβα κάποιου Ολύµπιου,
κάποιον ήχο, σαν από Σειρήνα,
κι αν ακούσεις, φοβερίζειςµε την κόλαση·
και στ' αρχαία χαλάσµατα κι ανίσως
κρίνα ανθίσουν, ξεριζώνεις τα και κείνα.
Μα όσα διώχνεις κι αφορίζεις,
πεταλούδες και πουλάκια και άνεµοι
σε φτερά και ταξιδεύτρες αγκαλιές
απαλά τα παίρνουν και τα πάνε
και στα ξένα τα κοµίζουν, και θα γίνουν
πάλε φύτρα κι άνθια και φωλιές.
Κι ένα φως απ' την Ανατολή
τρύπησε της Δύσης την κατάχνια·
παντού η σάρκα, παντού η τρέλα κι η ηδονή!
Ελικώνες και Υµηττοί το φως το στέλνουν
κι είναι σαν Απόλλωνες οι Σταυρωµένοι
των Ορφέων κρατάν τις λύρες οι Χριστοί.

Μα κι εσύ Χριστιανοµάχε αντάρτη,
τι αγωνίζεσαι µε πείσµα να γυρίσεις
την αγύριστη πασίχαρη λατρεία,
και καταφρονάς τα πάντα γύρω σου
και µε αρχαίους ρυθµούς υµνολογάς
τους θεούς σου και µε απόκρυφα βιβλία;

Αγωνίζεσαι του κάκου. Άλλοι καιροί
κι άλλη γνώµη σ' άλλη γλώσσα µ' άλλα ονόµατα,
και του κάκου σα ληστής και σα φονιάς
δε σταυρώθη ο Ναζωραίος· από πάνω σου,
κόσµε, πέρασε ο θλιµµένος βαρύς ίσκιος του,
και σε κάρφωσε η µατιά της Παναγιάς.

Θά 'ρθει µέρα, και θα δώσετε τα χέρια σας,
Εθνικοί και Γαλιλαίοι, ανοιχτοµάτες,
ποτισµένοι το βοτάνι της ζωής·
τα φαντάσµατα θα δείτε σα φαντάσµατα
και θ' απλώσετε τα χέρια, απ' όσα ζουν
να κρατήσετε κι εσείς!
Τ' όνειρό σου τ' άσαρκο το προσκυνώ
και βωµό του υψώνω εγώ, φιλόσοφε,
σου το φύσηξ' ένας νους ωραίος·
σε πονώ ώς κι εσένα εγώ, καλόγερε,
πρόσταξέ σε θεός αγέλαστος, δε φταις,
Θεός αλύπητος· το Χρέος.
Όµως τα ιερά σας και τα τίµια
κι όσα δεν αναγνωρίζετε
κανείς του άλλου, σα να τα' βρα ταιριασµένα,
πρωτογέννητα κι ορθά για το ξετύλιµα,
κυνηγός και στρατοκόπος µια φορά
στα ψηλά βουνά τα χιονοσκεπασµένα.

Θλιβερός, αργός, βαριεστισµένος,
σαν από καραβοτσάκισµα,
τράβηξα να ζήσω µε τ' αγρίµια,
κι έφερα τη µούλα µου κατάνακρα
κι έστησα την τέντα µου κατάψηλα
σε ρουµάνια και σε στενορρύµια.

Κι ηύρα στα θρακιώτικα βουνά
κι ηύρα στις κορφές της Ήπειρος
κι έθρεψα την πείνα µου τη λάµια
κι ηύρα σαν πρωτάρη ένα λαό,
και κυλούσε απ' τις κλεισούρες κι από τους ζυγούς
µε τα φουσκωτά ποτάµια.

Δεν τα ξέρει τα βιβλία, και είν' ακράταγος
και τ' αγάλµατα δεν έχει των Πολύθεων,
στα ταµπούρια τα'χει τα σκολειά,
κι έχει γνώµη, κι έχει δύναµη, και θέλει·
τα λεβέντικα τραγούδια του τα ζει,
κι ο ίδιος είναι σαν αγάλµατα θεϊκά.

Και τους τρέµουνε των κάµπων οι κιοτήδες,
και µε ονόµατα τους κράζουν πονηρά
κλέφτες και απελάτες και προδότες,
τους µισούν οι βασιλιάδες, κι όλ' οι τύραννοι,
κι είναι, µέσα στους σκυφτούς, τα παλληκάρια,
κι είναι, µες στους κοιµισµένους, οι στρατιώτες.

Με ταµαύρα τα µαντήλια στα κεφάλια τους,
πες τους και καλόγερους, αν θέλεις,
πες τους και φιλόσοφους µε τη φλοκάτα·
πες τους εθνικούς· είν' οι ακριβοί της Φύσης·
πες τους χριστιανούς· Χριστό λατρεύουν,
κι ο Χριστός µ' αυτούς γιοµάτος νιάτα.

'Οτι πολεµάτε για ν' αδράξετε
µ' ενός άδειου λόγου ορµή,
το ζητάνε αυτοί µε τ' άρµατα στα χέρια,
και δε σκύβουνε γυρτούς βωµούς να ορθώσουν,
κι είναι σαν πατέρες των παιδιών
που θα πλάσουνε βασίλεια, του ήλιου ταίρια.

Της υγείας το γάλα και το αίµα
της θυσίας ταιριάσανε στο είναι τους,
και στα λογγωµένα τους τα στήθια
µια πλατειά καρδιά βροντολαλεί,
µαρτυρώντας,πολεµώντας,τραγουδών τας,
τη ζωή και την αλήθεια.

Πολεµάτε. Θα περάσετε γοργά,
ζωντανόνεκροι, πολύθεοι, χριστιανοί,
των ειδώλων ω προσκυνητάδες,
από σπάρτα ευωδιαστές κι απ' αγριοθύµαρα
θα φυσήξουν οι βουνήσιες οι πνοές,
και θα σβύσουν οι ευκολόσβηστες λαµπάδες.
Κι ετσι απαρνητής µε το περίγελο,
κι έτσι χαλαστής µε τη βλαστήµια,
κι έτσι ενός θειαφότοπου µια λάβα,
το δροσό µιας πίστης νιώθω µέσα µου,
κι ονειρεύτηκα να ζήσω στο πλευρό τους·
µα ώς κι αυτοί µου κράξαν: «Γύφτε τράβα!»

Ας µε διώξαν. Τους δοξάζω. Εγώ είµαι
γλώσσα της ωραίας αλήθειας,
δε µε σέρνει εκδίκηση λαοπλάνα·
και για τούτο σήµερα µπροστά σας
έτσι µε γρικάτε να χτυπώ
µιαν αργή και σα νεκρώσιµη καµπάνα!



ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ:  http://www.blogger.com/home?pli=1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου